Πώς θα είναι οι πόλεις μας σε δεκαπέντε χρόνια;

Μπορεί η καταστροφή της σπονδυλικής στήλης της ελληνικής οικονομίας να είναι αναπτυξιακή;
10 Νοεμβρίου 2013
Πόλεις με γκρίζο φως
18 Μαΐου 2014

Από το “Le guide des cites” των Schuiten, Peeters

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου


Στο βιβλίο "Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;", μία λογοτεχνική φαντασία του γράφοντος (εκδόσεις "Αλεξάνδρεια" 2008), στη μεγαλύτερη διαδήλωση που έγινε ποτέ στην Αθήνα, ένα τεράστιο πλήθος ελλήνων πολιτών και οικονομικών μεταναστών με συνθήματα "Γκρεμίστε τώρα την Αθήνα!", "Γκρεμίστε τώρα την Ελλάδα!" απαιτεί από τον πρωθυπουργό να τηρήσει επί τέλους τις υποσχέσεις του και να κατεδαφίσει όλες τις πόλεις για να αρχίσει επί τέλους η πολυπόθητη ανάπτυξη με την ανακατασκευή τους, όπως έγινε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρωθυπουργός, από το μπαλκόνι του στο Σύνταγμα τους καθησυχάζει διαβεβαιώνοντάς τους ότι άμεσα η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία θα ξεκινήσει αυτό το έργο βομβαρδίζοντας την Αθήνα! Τα πράγματα περιπλέκονται με την παρεμβολή "ξένων" (δηλαδή αλλότριων συμφερόντων προς αυτά της ελληνικής κοινωνίας) που ζητούν να αναλάβουν τη δουλειά, έχοντας σχεδιάσει πράγματι ειδυλλιακές νέες πόλεις, μόνο που ο πληθυσμός συνειδητοποιεί σταδιακά ότι οι μέχρι τώρα κάτοικοι δεν προβλέπεται να μείνουν σ’ αυτές τις πόλεις. Τελικά ο πρωθυπουργός σε μία σπάνια έξαρση πατριωτισμού διώχνει τους ξένους και η ανοικοδόμηση γίνεται με τον γνωστό ελληνικό μεταπολεμικό τρόπο. Οι Έλληνες πράγματι βγάζουν λεφτά, αλλά ζουν σε έναν οικιστικό εφιάλτη, σε μία πόλη χωρίς δρόμους, όπου έχει χτιστεί και το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό…

Η αλληγορία αυτή δείχνει ότι τα πράγματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Όχι μόνο επειδή η συστηματική δράση χαλκείων υπέρ των αλλότριων συμφερόντων θολώνει την κρίση μας, αλλά και επειδή οι περισσότεροι από μας συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με τον "χθεσινό τρόπο". Για να έχουμε όμως την πιθανότητα να σταθούμε όρθιοι μέσα στην καταστροφή που βιώνουμε, είναι ζωτική η ανάγκη να φωτίσουμε το τοπίο, να αντιληφθούμε τη φύση των εξελίξεων. Με αυτή την έννοια, το ερώτημα του τίτλου του άρθρου δεν αφορά θεωρητικούς της πολεοδομίας αλλά όλους μας. Οι πόλεις με τα κτίσματά τους είναι το ιδανικό όχημα για την εμβάθυνσή μας στην κατάσταση, καθώς τα περιέχουν όλα: τις κατοικίες μας, τα επενδυτικά μας αποθέματα, τις ευκαιρίες για παραγωγή, τις κοινωνικές σχέσεις.


Χαράτσια ή παραγωγή;

Ξεκαθαρίζοντας πρώτα το πλαίσιο της προσέγγισης, απαραίτητος όρος για την επιβίωσή μας είναι να σταματήσει εδώ και τώρα η έμφαση στα χαράτσια, σε συνδυασμό μάλιστα με την απόλυτη υποβάθμιση της σημασίας της παραγωγής. Όπως ο τουρκικός νόμος Varlik Vergisi επιχείρησε τον αφανισμό των ελληνικών, αρμενικών και εβραϊκών κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα σημερινά χαράτσια (όχι η φορολόγηση επί των κερδών) λαφυραγωγούν τα επενδυτικά αποθέματα του ελληνικού λαού, εκμηδενίζοντας έτσι οποιαδήποτε πιθανότητα ενδογενούς ανάπτυξης.

Οποιαδήποτε απόπειρα να δικαιολογηθούν τα χαράτσια με ρητορείες περί "ευρωπαϊκής σύγκλισης" (π.χ. μα, ο φόρος κατοχής ακινήτου ισχύει για όλη την Ευρώπη) είναι – από σκοπιμότητα ή από άγνοια, τί είναι πιο επικίνδυνο; - παραπλανητική, πολύ περισσότερο όταν συνδυάζεται με μία αίσθηση αμαρτίας (π.χ. η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης και αυτή η τεράστια διασπορά της ιδιοκτησίας ακινήτων εμποδίζει την έλευση ξένων επενδυτών!). Αποκρύπτεται ότι ο φόρος κατοχής στην Ευρώπη είναι ανταποδοτικός και δεν επιβάλλεται δίκην ασιατικής δεσποτείας, καθώς και ότι το ζήτημα της ιδιοκτησίας είναι μία από τις ανέγγιχτες ιερές αγελάδες της ευρωπαϊκής ένωσης και δεν υπόκειται σε κοινή κοινοτική νομοθεσία. Έχει π.χ. κάποια ομοιότητα το αγγλικό σύστημα με το ελληνικό;

Για να καταλήγουμε: αν δεν καταργηθεί το σύστημα Varlik Vergisi δεν έχει νόημα να συζητάμε. Σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα πιθανότατα θα κυκλοφορούμε ανάμεσα σε χαλάσματα που μάλιστα δεν θα μας ανήκουν. Ή αλλιώς: μεταξύ των χαρατσιών (ένα άλλο παραπλανητικό κλισέ είναι αυτό της "δίκαιας φορολόγησης" με τον πρώτο όρο να είναι το τυράκι που οδηγεί στη φάκα του δεύτερου) και της παραγωγής, η επιλογή είναι παραπάνω από προφανής.


Τί είδους παραγωγή;

Ο όρος "παραγωγή" έχει πολύ πιο στέρεα σχέση με την ενδογενή πραγματική οικονομία, παρά με τη νεφελώδη "ανάπτυξη". Για να έλθουμε στο παράδειγμα των πόλεων του μέλλοντός μας, οποιαδήποτε κατεύθυνσή των κινήσεων μας συνδέεται με το ποιο είναι το συνολικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Μπορούν, για παράδειγμα, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη να εξελιχθούν σε ελκυστικές περιφερειακές πρωτεύουσες υπηρεσιών της Μεσογείου και της Βαλκανικής; Κι’ αυτό σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με την ανάπτυξη στιβαρής και εμπνευσμένης, με πολύτροπες δράσεις, τουριστικής βιομηχανίας – πέραν των μεταπολεμικών κρατικοδίαιτων μεγαλοξενοδόχων, αλλά και της διαβρωτικής για το περιβάλλον ανάπτυξης των μικροξενώνων που έχτισαν κάθε σπιθαμή γης κοντά στη θάλασσα – που να κρατάει ολόκληρο τον χρόνο.

Αυτές οι αναφορές δεν είναι παρά ενδεικτικές και αφορά τη συγκρότηση ενός συνολικού μοντέλου παραγωγής, με την οποία για την ώρα κανείς δεν ασχολείται. Κι’ αν αυτοί που θα ’πρεπε να το κάνουν ερωτηθούν για τον λόγο της αμέλειάς τους, η αναμενόμενη μονότονη απάντησή τους είναι: "Μα έτσι όπως κινείται ο κόσμος σήμερα, αυτά δεν έχουν νόημα, η αγορά είναι που αποφασίζει". Είτε αυτό λέγεται από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα (τί είναι άραγε πιο επικίνδυνο;), είναι πάντως εντελώς παραπλανητικό. Οι Άγγλοι, για παράδειγμα, δεν περίμεναν γενικά και αόριστα την αγορά αλλά έχουν στήσει τη βιομηχανία του τουρισμού τους με τον πιο συστηματικό τρόπο ώστε να μπορέσει να αποδώσει. Δεν είναι απλά και μόνο ότι "πουλάνε" με κάθε τρόπο ότι έχει σχέση με την παρελθούσα Αυτοκρατορία τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την έναρξη του 2014 έχουν ξεκινήσει να "πουλάνε" συστηματικά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θα συνεχίσουν να το κάνουν μέχρι το 2018, επέτειο της λήξης του.

Θέλουμε να πούμε ότι, μεταξύ άλλων και για παράδειγμα, κάθε άλλο παρά μονόδρομος είναι η Ελλάδα να γίνει Ντουμπάι. Αν το Ντουμπάι είναι η προοπτική της Αθήνας, με πολυτελείς βίλες στο Ελληνικό και στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, ουρανοξύστες για ναυτιλιακά γραφεία στο Κερατσίνι της COSCO και Όπερα στο φαληρικό δέλτα για θεατές υψηλών εισοδημάτων, είναι όλα αυτά για "το καλό μας"; Υπάρχουν στιβαρά κριτήρια για να απαντηθεί μία τέτοια ερώτηση : ποιά είναι η προστιθέμενη αξία – σε επίπεδο οικονομικό αλλά και κοινωνικών σχέσεων – που προκύπτει από αυτά τα έργα για την ελληνική κοινωνία συνολικά; Θα είναι αυτές οι περιοχές ανοιχτές στο κοινό ή θα λειτουργούν ως περίκλειστοι θύλακες; Η "ανάπτυξή" τους θα έχει σχέση με την υπόλοιπη Αττική ή θα προκύψουν αντιθέσεις όπως αυτές των εξωτικών παραδείσων τύπου Πούκετ στην Ταϊλάνδη, όπου έξω από τα υπερπολυτελή ξενοδοχεία βασιλεύει η αθλιότητα; Επίσης, η οικοδόμηση αυτών των θυλάκων θα έχει σχέση με την ενδογενή παραγωγή ή θα γίνει με τον τρόπο των Καταριανών που, σύμφωνα με συνεχή ρεπορτάζ του ξένου τύπου, προκειμένου να χτίσουν τα ποδοσφαιρικά γήπεδά τους για το Παγκόσμιο Κύπελλο κουβαλάνε από το Νεπάλ τους φθηνότερους εργάτες του πλανήτη και αυτοί πεθαίνουν σαν τις μύγες εξ αιτίας των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης;

Ανάλογα ισχύουν και για τις πιθανότητες αναβάθμισης παρηκμασμένων οικοδομικών τετραγώνων μέσα στις πόλεις μας. Εκτός των άλλων, πού είναι οι μελέτες για την κατάσταση του οικοδομικού αποθέματος της χώρας μας, από λειτουργική, αντισεισμική, ενεργειακή άποψη, ποιό είναι το προεκτιμώμενο κόστος αναβάθμισής τους αν δεν κατεδαφιστούν για να ξαναχτιστούν, και ποιά μπορεί να είναι η σύνδεση όλων αυτών με την ενδογενή παραγωγή και ένα περιβάλλον κοινωνικών σχέσεων, ώστε να ζούμε μία ζωή που αξίζει;


Κατάληξη

Η “κρίση”, ή καλύτερα η καταστροφή, εκτός των δεινών που τη συνοδεύουν, συνιστά και μία τομή : είναι και μία ευκαιρία να ξαναστήσουμε τις ζωές τις δικές μας και των παιδιών μας σκεφτόμενοι τα πάντα από την αρχή. Όμως, αυτή την στιγμή, όπως στο παραμύθι του Άντερσεν, "ο βασιλιάς είναι γυμνός", και ενώ υπάρχουν επί μέρους προτάσεις για επί μέρους ζητήματα, δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα ένα συνολικό σχέδιο προοπτικών για την ελληνική κοινωνία. Δεν το επισημαίνουμε αυτό απλά για να στενοχωρηθούμε, ούτε για να παρακαλέσουμε τους "ειδικούς" της επιστήμης ή της πολιτικής να το κάνουν. Όλα αυτά είναι ατελέσφορα. Είναι απαραίτητο να επιβάλλουμε ένα τέτοιο σχέδιο, συμμετέχοντας μάλιστα οι ίδιοι στην εκπόνησή του, στα πλαίσια μιας νέου τύπου συλλογικότητας. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Δημοσίευση : 27.04.2014