

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου
Στην Ελλάδα έχουμε μια εκλεκτική και ποικιλότροπη συγγένεια με τα ερείπια. Μιας και η συστηματική τοπική ιστορία των περιοχών της χώρας μας κάθε άλλο παρά έχει γραφεί, ξεκινώ με μία προσωπική ιστορία. Όταν ήμουν παιδί και κάναμε της καλοκαιρινές μας διακοπές στα βουνά της Πίνδου, τόπου καταγωγής ενός κλάδου της οικογένειας, οι περίπατοι με τον πατέρα μου ή τα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά, ανάμεσα στα χαλάσματα των σπιτιών, του δικού μας και των άλλων που έκαψαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν από τις εμπειρίες μου που με καθόρισαν. Μου ενέπνευσαν μια αίσθηση συνέχειας, ότι “δεν ερχόμαστε από το πουθενά και ότι όπως και νάχει θα προχωρήσουμε”, όπως και μία αίσθηση συλλογικότητας, “όλοι μαζί το πάθαμε, όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε”. Αυτό ήταν και το πνεύμα του δημοτικού που τραγουδιόταν σ’ αυτά τα βουνά τον 19ο αιώνα : “Τα σπίτια κι’ αν μας κάψουν, άλλα φτιάχνουμε…” Είχα λοιπόν την τύχη να βιώσω το πένθος του παρελθόντος χωρίς τραύματα, χωρίς μνησικακία, αλλά ως ψυχικό έδαφος αναδημιουργίας.
Βεβαίως, σ’ αυτή την περίπτωση μολονότι η καταστροφή ήταν σοβαρή, καθώς εκτός από τις περιουσίες σβήστηκαν τα υλικά ίχνη μιας ολόκληρης εποχής “πολιτισμού των βουνών”, πάντως δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα (ο κόσμος είχε φύγει) και επίσης όχι πολλά χρόνια μετά την Απελευθέρωση οι άνθρωποι κατάφεραν και ξανάχτισαν τα σπίτια τους εκεί.
Άλλης φύσης καταστροφή ήταν αυτή που συνέβη με τις ομαδικές σφαγές και φρικαλεότητες στα Καλάβρυτα, το Δίστομο ή το Κομμενο στη διάρκεια της Κατοχής, στη Σμύρνη το 1922, στο Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η Καταστροφή είναι ολοκληρωτική, αφορά δηλαδή όχι μόνο τις κατασκευές, αλλά τη μαζική απώλεια των ανθρώπινων ζωών, όπως και τον πυρήνα της δομής της κοινωνίας και μάλιστα με αμετάκλητο τρόπο, χωρίς οδό επιστροφής, δεν μπορεί παρά η τοξικότητά της να παραμένει στο “κέντρο του τραπεζιού” για πολλές γενεές. Αυτή είναι μία κρίσιμη διάσταση του πένθους του παρελθόντος, που αφορά τις καταστροφές που έχουν ήδη συμβεί, και την οποία οφείλουμε να έχουμε κατά νου προχωρώντας στις επόμενες παραγράφους στην εξέταση των καταστροφών που έρχονται ή αυτών που προσπαθούμε να αποφύγουμε.
Ο λόγος περί καταστροφών Ο Γερμανός φιλόσοφος Γκύντερ Άντερς (Günther Anders, 1902-1992, εξάδελφος του Βάλτερ Μπέγιαμιν, σύζυγος στον πρώτο γάμο του με τη Χάνα Άρεντ, υιοθέτησε αυτό το επίθετό που στα Γερμανικά σημαίνει “Άλλος” αντί του Stern που φαινόταν πολύ εβραϊκό τους εργοδότες του στον Μεσοπόλεμο), κατά πολλούς ο πιο εμβριθής και ριζοσπαστικός στοχαστής των μεγάλων καταστροφών του 20ου αιώνα αφηγείται με τον τρόπο του την ιστορία του Κατακλυσμού ως εξής :
Ο Νώε είχε κουραστεί να παίζει τον προφήτη δεινών και να αναγγέλει συνεχώς μια καταστροφή που δεν ερχόταν και κανείς δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. Μια μέρα λοιπόν ντύθηκε με πένθιμα ρούχα και ως φορέας του άλγους ανακατεύτηκε με τους συμπολίτες του. Κάποιοι περίεργοι τον ρώτησαν αν κάποιος είναι νεκρός και ποιος είναι αυτός, οπότε τους απάντησε πως οι νεκροί ήταν πολλοί και προς μεγάλη έκπληξη του ακροατηρίου του, πως οι νεκροί ήταν αυτοί οι ίδιοι. Όταν ρώτησαν πότε συνέβη αυτή η καταστροφή, τους απάντησε : αύριο. Επωφελούμενος τότε της προσοχής και της απελπισίας τους, ο Νώε άρθρωσε το ανάστημά του και τους είπε : “Εάν ήρθα ενώπιόν σας, είναι για να αντιστρέψω τον χρόνο, για να θρηνήσω σήμερα τους νεκρούς του αύριο. Μεθαύριο θα είναι πολύ αργά.” Μετά έβγαλε την πένθιμη φορεσιά, γύρισε στο ξυλουργείο του κι’ έπιασε δουλειά. Ως το βράδυ, όλοι είχαν κινητοποιηθεί για την κατασκευή της Κιβωτού. “Αφησέ μας να σε βοηθήσουμε για να μην επαληθευτεί η προφητεία” του λέγανε.
Ο Jean – Pierre Dupuy, καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique και στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ αναφέρεται σ’ αυτή την παραβολή για να επισημάνει ότι “ο προφήτης δεινών δεν εισακούεται από τους άλλους, γιατί ο λόγος του, ακόμα κι’ αν κομίζει γνώση και πληροφορία, δεν εντάσσεται στο σύστημα πεποιθήσεων εκείνων στους οποίους απευθύνεται. Για να εισακουστεί είναι ανάγκη να επινοήσει έναν ιδιοφυή τρόπο εξόδου από το αδιέξοδο στο οποίο είναι εγκλωβισμένος”.
Βεβαίως, όλα τα παραπάνω δεν αφορούν παρά μόνο μία πτυχή του λόγου περί καταστροφών : αυτόν που επιχειρεί να την αποτρέψει. Σε μια άλλη πτυχή, η ψυχολογία της ανασφάλειας – σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο – συνδέεται στενά με τον φόβο της καταστροφής. Το 1830, στο απόγειο της ισχύος της βρετανικής αυτοκρατορίας, ο σπουδαίος αρχιτέκτονας νεοκλασικού ρυθμού John Soane παρήγγειλε τη ζωγραφική απεικόνιση του κορυφαίου δημιουργήματος του, του κτιρίου της Τράπεζας της Αγγλίας στο City του Λονδίνου, όχι με δοξαστικά προοπτικά σχέδια – κοινή πρακτική προβολής του έργου, τότε και τώρα – αλλά ως μισοθαμμένου και πυρπολημένου ερείπιου του μέλλοντος. Ο Soane ήταν κάθε άλλο παρά περιθωριακός. Η προσέγγισή του είχε συνάφεια με το σκουλήκι της αμφιβολίας στην ψυχή της άρχουσας τάξης μπροστά στα κατορθώματά της : αν η Ρώμη, η Καρχηδόνα, οι Μυκήνες είναι σήμερα ένας σωρός από ερείπια, γιατί να μην έχει την ίδια τύχη και το Λονδίνο;
Ο φόβος είναι το τοξικό υπόβαθρο της ιδέας της καταστροφής. Ο Καβάφης τον έχει αναδείξει στο ποίημά του “Τελειωμένα” :
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νού και ταραγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάνουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Φόβος του θανάτου, φόβος της κατάρρευσης του συστήματος διάρθρωσης του εαυτού ή της κοινωνίας, φόβος για επιδημίες. Το παράδοξο μάλιστα, όπως το ανέδειξε ο Γάλλος κοινιωλόγος Ρομπέρ Καστέλ, είναι ότι αυτού του είδους ο φόβος σαρώνει τις “δυτικές κοινωνίες”, τις πλουσιότερες, πιο προστατευμένες και πιο ασφαλείς κοινωνίες που υπήρξαν ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όχι πως ο φόβος μπορεί να μας βοηθήσει. Αντίθετα μπορεί να μας παραπλανήσει :
Κι’ όμως λανθάνουμε, δεν είναι αυτός στον δρόμο
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
Τή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά.
Άλλη καταστροφή, που δεν τη φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι’ ανέτοιμους – πού πιά καιρός – μας συνεπαίρνει.
Η ψυχολογία του φόβου μπροστά στην (πιθανή ή επινοημένη) καταστροφή μας οδηγεί και σε άλλες, πιο σκοτεινές περιοχές, εκεί που η επίκληση της καταστροφής χρησιμοποιείται συνειδητά από κάθε είδους εξουσία ως καθηλωτικό, ακόμα και παραλυτικό εργαλείο αυτών που θέλει να χειραγωγήσει. Ο τρόμος μπροστά στη Δευτέρα Παρουσία, για παράδειγμα, έχει καταπλακώσει γενεές επί γενεών σε μεγάλες περιοχές του κόσμου. Στη σημερινή εποχή τεράστιοι μηχανισμοί προπαγάνδας κάνουν την ίδια δουλειά με άλλο τρόπο. Οι κινηματογραφικές ταινίες καταστροφής και τα δυστοπικά μυθιστορήματα έχουν σήμερα σημαντική θέση στον κόσμο του θεάματος, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, αντανακλώντας αυτό το κλίμα.
Πέρα όμως από τον λόγο περί καταστροφών, ποιά είναι η κατάσταση στο πεδίο της πραγματικότητας, στην τωρινή φάση της ιστορίας της ανθρωπότητας, του θριάμβου της τεχνολογίας, σε σχέση με τις προηγούμενες;
Γεφύρι της Άρτας, Λισσαβόνα και Τσερνομπίλ
Από την εποχή του περίφημου γεφυριού της Άρτας που γκρεμιζόταν και ξαναχτιζόταν για να βρεθεί ο σωστός τρόπος να σταθεί χωρίς πρόβλημα, μέχρι τον σύγχρονο καλπασμό των κατασκευών προς τη μεγαλειώδη κάλυψη πολύ μεγάλων ανοιγμάτων που έχει κι’ αυτός τις δικές του παράπλευρες απώλειες με καταρρεύσεις γεφυρών και στεγάσεων όπως αυτή του θόλου Εκθεσιακού Κέντρου του Βουκουρεστίου το 1963 ή του Κολοσσιαίου του Χάρτφορντ στο Κολοράντο των ΗΠΑ το 1978, τα κατορθώματα της τεχνολογίας έχουν και τη σκοτεινή τους όψη. “Κάθε νέα τεχνολογική ανακάλυψη κουβαλάει και την πιθανότητα ενός νέου τύπου ατυχήματος” σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Γάλλου πολεοδόμου και στοχαστή επί των καταστροφών Πώλ Βιριλιό που κατέληγε : “Η επινόηση του υπερωκεάνιου έφερε την πιθανότητα να συμβεί το ναυάγιο του Τιτανικού”.
Το ότι η πιθανότητα του ατυχήματος είναι εγγενής στην τεχνολογία δεν αναιρεί τις δυνάμει ευεργετικές επιπτώσεις της στη ζωή των ανθρώπων ούτε μπορεί να σταματήσει την εξέλιξή της. Αυτό που έχει όμως σημασία και διαφοροποιεί ριζικά την εποχή μας από τις προηγούμενες είναι ότι έχει απείρως πολλαπλασιαστεί η δυνητική ένταση της καταστρεπτικότητας. Αν πολλούς αιώνες πριν η αποτυχία των προσπαθειών να θεμελιωθεί με ασφάλεια το γεφύρι της Άρτας είχε ως θύμα της σε συμβολικό επίπεδο τη γυναίκα του πρωτομάστορα και πάντως όχι ολόκληρο το χωριό, ακόμα και σε περιπτώσεις πολύ μεγάλων καταστροφών του παρελθόντος υπήρχε το περιθώριο της δημιουργικής διαχείρισής τους ώστε “το πτώμα να γίνει γεγονός αναστάσιμο”. Είναι ενδεικτική η περίπτωση της Λισσαβόνας που γκρεμίστηκε από τσουνάμι και σεισμό 9 Ρίχτερ το 1755 και όχι μόνο δεν σβήστηκε από τον χάρτη αλλά χτίστηκε από την αρχή με βάση τη λογική του Διαφωτισμού, οπότε η πορτογαλική πρωτεύουσα μεταμορφώθηκε από καθυστερημένη και μεσαιωνική σε μία σύγχρονη αστική πόλη. Το Σικάγο μετά την ολοσχερή καταστροφή από τη Μεγάλη Πυρκαγιά το 1871 έγινε η “πόλη των ουρανοξυστών” σύμβολο της νέας εποχής του ραγδαία αναπτυσσόμενου αμερικανικού καπιταλισμού. Μπορεί όμως κανείς να πεί το ίδιο για το Τσερνομπίλ ή τη Φουκουσίμα; Μπορεί να υπάρξει μετά θάνατον ζωή για πόλεις ή περιβάλλοντα που καταστρέφονται από την πυρηνική ενέργεια; Και βεβαίως τα πυρηνικά είναι μόνο ένα παράδειγμα. Ο Κόλπος του Μεξικού είναι ένα άλλο.
Τεχνολογία και υπερσυγκέντρωση της εξουσίας
Πάντως, το ατύχημα δεν είναι μια έννοια ουδέτερη και στενά τεχνική. Η υπερένταση της τεχνολογίας γίνεται εξαιρετικά κινδυνώδης όταν συνδέεται με την υπερσυγκέντρωση της εξουσίας και βεβαίως της οικονομίας και των μέσων παραγωγής. Είναι αυτή η υπερσυγκέντρωση που μεγεθύνει δραματικά την αστάθεια και πολλαπλασιάζει την πιθανότητα των ατυχημάτων – από τα πυρηνικά, τα μεταλλαγμένα, τη γρίπη των χοίρων ή των πουλερικών, ως τα τοξικά ομόλογα.
Και αν το τεχνολογικό ατύχημα δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα των συσχετισμών εξουσίας και παραγωγής, η χρήση της καταστρεπτικής διάστασης της τεχνολογίας για λόγους επιβολής και καταστολής είναι κρίσιμη. Ένας ασφαλής δείκτης προκειμένου να αντιληφθεί κανείς την τεράστια δύναμη της καταστρεπτικότητας στην εποχή μας είναι ο πόλεμος, καθώς ο πόλεμος συνδεόταν ανέκαθεν και σήμερα ακόμα περισσότερο με την οικονομική παραγωγή σε “καιρό ειρήνης”. Είναι ενδεικτική η προειδοποίηση του Ρόμπερτ Μακναμάρα, υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ από το 1961 ως το 1968 και προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 1968 ως το 1981, με άρθρο του στην αμερικανική επιθεώρηση Foreign Policy το 2005, ότι η ανθρωπότητα απειλείται από τα πυρηνικά όπλα και γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε αμέσως προς την κατάργησή τους. Σήμερα οι ΗΠΑ διαθέτουν περίπου 4.500 πυρηνικές κεφαλές και η Ρωσία 3.800, ενώ μία τυπική αμερικανική κεφαλή έχει εικοσαπλάσια καταστρεπτικότητα από τη βόμβα της Χιροσίμα. Με αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ένας γενικευμένος πλανητικός πόλεμος έχει αποκλειστεί πρακτικά από όλους τους σχεδιασμούς και η έμφαση έχει δοθεί σε συγκρούσεις τοπικής σημασίας. Ποια εξουσία θα ήθελε να κυβερνάει σε έναν πλανήτη όπου η ζωή έχει σχεδόν ολοσχερώς καταστραφεί;
Και οι φυσικές καταστροφές;
Όπως γνωρίζουν όσοι απλά παρακολουθούν τις ειδήσεις από την τηλεόραση ή από τις εφημερίδες, αλλά και όπως πιστοποιούν τα στοιχεία ερευνητικών κέντρων ή αντασφαλιστικών εταιρειών όπως η München Re και η Swiss Re, οι φυσικές καταστροφές – ή, καλύτερα, για να ακριβολογούμε, τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της δράσης ακραίων φυσικών φαινομένων – έχουν πολλαπλασιαστεί κατά πολύ στην εποχή μας. Περί τίνος πρόκειται; “Μας εκδικείται η Φύση” κατά μία αγοραία αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η Φύση αποκτά ηθικές ιδιότητες κατά το ανθρώπινο πρότυπο, αλλά και θεϊκές δυνάμεις, ενώ ο καθένας από μας - είτε ζεί στις εσχατιές της Αφρικής είτε είναι διευθυντικό στέλεχος της Lehman Brothers - φορτώνεται αδιακρίτως το βάρος της ενοχής και της συλλογικής ευθύνης. Ο μοχθηρός Θεός των κατηχητικών μπαίνει ξανά στο σπίτι μας, ντυμένος με τα ρούχα της μεταμοντερνικότητας. Βεβαίως, όπως όλες οι αγοραίες αντιλήψεις, μια τέτοια προσέγγιση μικρή σχέση έχει με τον ορθολογισμό και βεβαίως αποθαρρύνει κάθε ουσιαστική απόπειρα για ανάλυση των αιτίων και για μέτρα προληπτικής αντιμετώπισης τέτοιων δεινών.
Οπότε; Όπως συνοψίζει στο βιβλίο του “Νεκρές πόλεις” ο Μάϊκ Ντέϊβις (Mike Davis), συγγραφέας του περίφημου βιβλίου “Πλανήτης των παραγκουπόλεων” και εξέχων συστηματικός μελετητής των σκοτεινών διαστάσεων της εποχής μας, ερευνητές υποστηρίζουν ότι πολλά ακραία φυσικά φαινόμενα σχετίζονται ευθέως με την ανθρωπογενή αύξηση της θερμοκρασίας της τροπόσφαιρας. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς πως δεν δρούν ανεξέλεγκτες από τους ανθρώπους “δυνάμεις του Σύμπαντος’, όπως για παράδειγμα οι μετεωρίτες. Αλλά ασχέτως του βασικού μηχανισμού πρόκλησης τέτοιων φαινομένων, υπάρχουν τα πολύ πιο συγκεκριμένα ζητήματα του τρόπου διαχείρισής τους, αλλά και της πραγματικότητας στο πεδίο. Για παράδειγμα, είναι σαφές πλέον ότι πολλές από τις καταστροφές ευρωπαϊκών πόλεων από τις πλημμύρες συνδέονται με την υπερεντατική αστικοποίηση, την κάλυψη μεγάλων εκτάσεων γης με δρόμους και κατασκευές, κλπ. Είναι επίσης χαρακτηριστική η απαίτηση ασφαλιστικής εταιρείας να χαρακτηριστεί ως ανθρωπογενής η καταστροφή της Νέας Ορλεάνης το 2005, αφού δεν κατασκευάστηκαν προληπτικά τα απαραίτητα τεχνικά έργα που θα προστάτευαν την πόλη από τον επερχόμενο τυφώνα.
Μία πολύ αποκαλυπτική προσέγγιση του ζητήματος κατά πόσον μία αποκαλούμενη φυσική καταστροφή εμπεριέχει την ανθρωπογενή διάσταση, είναι το βιβλίο του Μάϊκ Ντέϊβις “Ολοκαυτώματα της ύστερης βικτωριανής εποχής”. Εξετάζοντας μία σειρά από ξηρασίες και λιμούς που εκδηλώθηκαν στον πλανήτη στο τελευταίο τρίτο του δέκατου ενάτου αιώνα και συνδέονται με το φαινόμενο Ελ Νίνιο, ο Ντέϊβις αναδεικνύει την σχέση αυτών των καταστροφών με τη λειτουργία ενός νέου πλανητικού μοντέλου για την οικονομία και την κοινωνία, καθώς το ίδιο χρονικό διάστημα συντελείται η ένταξη των μεγάλων μη ευρωπαϊκών αγροτικών πληθυσμών στην παγκόσμια οικονομία. Κατά τον Ντέϊβις, με αυτές τις εξελίξεις καταργήθηκαν τα πανάρχαια αναχώματα των τοπικών κοινωνιών κατά των κρίσεων και για να υποστηρίξει αυτή την άποψη, επικαλείται μεταξύ πολλών άλλων πηγών τον Ούγγρο κοινωνιολόγο Καρλ Πολάνυι (Karl Polanyi), ο οποίος στο βιβλίο του “Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός” αναφέρεται στο γεγονός ότι οι πληγέντες πληθυσμοί αδυνατούσαν να αγοράσουν την τροφή τους, καθώς π.χ. το καλαμπόκι μεταφερόταν με την τότε καινοτομία των σιδηροδρομικών δικτύων για να πουληθεί σε αγορές που πρόσφεραν αστρονομικές τιμές για να το προμηθευτούν. Την κατάσταση αυτή αναγνώριζαν την εποχή που συνέβαινε και επιφανείς Βικτωριανοί, όπως ο Γουάλας (Alfred Russel Wallace), ο Ουαλός φυσιοδίφης και βιογεγωγράφος που πρότεινε παράλληλα με τον Δαρβίνο τη θεωρία της εξέλιξης, και που θεωρούσε τους μαζικούς θανάτους ως πολιτική τραγωδία που θα μπορούσε να αποφευχθεί και πάντως όχι “φυσική καταστροφή”.
Ο Μάϊκ Ντέϊβις υπολογίζει σε πενήντα εκατομμύρια τις απώλειες ανθρώπινων ζωών από αυτές τις καταστροφές που απλώθηκαν από την Κίνα και την Ινδία, ως τη Βραζιλία και στην Αιθιοπία. Καταλήγοντας, στο βιβλίο του αυτό που προβλήθηκε από το Times Literary Supplement και επαινέθηκε από διανοούμενους της εμβέλειας του Αμάρτυα Σεν, θεωρεί ότι αυτού του είδους οι καταστροφές λειτουργούν ως μηχανές ιστορικού μετασχηματισμού και ότι οι συγκεκριμένες έθεσαν τις βάσεις διαχρονικών παγκόσμιων ανισοτήτων και τελικά της δημιουργίας αυτού που στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ονομάστηκε “Τρίτος Κόσμος”.
Όλα αυτά αποτελούν πολύτιμο υλικό για προβληματισμό πάνω στον τρόπο που κινούνται τα πράγματα στον σημερινό κόσμο. Αν τελικά το σύστημα καταστροφής συνδέεται με το σύστημα παραγωγής, οπότε η καταστροφή συνδέεται όχι μόνο με αυτό που κατεδαφίζεται αλλά και με αυτό που προορίζεται να μπεί στη θέση του, η μελέτη των χαρακτηριστικών της μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε με διαύγεια τις επερχόμενες εξελίξεις..
Η λειτουργία του συστήματος κι’ εμείς
Σε κάθε περίπτωση, οι οριακές καταστάσεις – όπως οι καταστροφές – είναι εξ ορισμού αποκαλυπτικές της λειτουργίας του συστήματος. “Πιο πολλά μαθαίνεις για το αυτοκίνητό σου όταν συγκρουστεί με ένα άλλο, παρά απλά κυκλοφορώντας το στην πόλη” έχει πεί χαρακτηριστικά ο Γάλλος διανοητής Πώλ Βιριλιό. Τώρα λοιπόν που ολόκληρη η ανθρωπότητα βαδίζει ανάμεσα στα χαλάσματα ακήρυκτων πολέμων, οικονομικών ή φυσικών καταστροφών κάθε λογής, ξεπροβάλλουν πολλά ερωτηματικά σχετικά με τη φύση της εξουσίας που συνδέεται με τις καταστροφές. Πώς γίνεται μία εξουσία με απόλυτη δικαιοδοσία στις ζωές μας να επιτρέπεται να λειτουργεί με το πραγματικό της πρόσωπο κρυμμένο; Ποιοί ακριβώς είναι αυτοί που αποφασίζουν για την εγκατάσταση των πυρηνικών σταθμών ή για το θάψιμο των πυρηνικών αποβλήτων (που “εξαφανίζονται ως διά μαγείας” κατά δήλωση πυρηνικού επιστήμονα στην τηλεόραση) ή άλλων τόσων κρίσιμων θεμάτων που μπορεί να επηρεάσουν ακόμα και το μέλλον της ζωής σε ολόκληρη την πλάση; Με ποια κριτήρια αποφασίζουν και με ποια εχέγγυα ασφαλείας; Ποιος τους δίνει την άδεια να το κάνουν, πώς τους ελέγχουν και σε ποιούς λογοδοτούν; Ποιοί θα πληρώσουν και τί σε περίπτωση ατυχήματος;
Για να το πούμε απλά : στη μικρή μας κλίμακα, μπορεί ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας να κόψει κάποια υποστυλώματα αν κρίνει ότι τον συμφέρει (π.χ. το μαγαζί του γίνεται πιο ελκυστικό) παρά το ότι έτσι το κτίριο μπορεί να καταρρεύσει σε περίπτωση σεισμού; Και, πάντως, μπορεί να το κάνει αν προηγουμένως δεν πάρει την άδεια από τους υπόλοιπους ενοίκους ή ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας; Για τους περισσότερους από μας η απάντηση είναι προφανής, πλην όμως για την εγκατάσταση ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας ή οπουδήποτε στον πλανήτη κάθε άλλο παρά ακολουθείται μία τέτοια διαδικασία.
Δεν ήλθε λοιπόν η ώρα να αποκτήσουμε υπερεθνικούς Νόμους, ένα είδος Χάρτη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ενοίκων του πλανήτη; Και βέβαια οι Νόμοι από μόνοι τους δεν επαρκούν. “Νόμος είναι το δίκαιο του ισχυρού” θα μας πούνε, δείχνοντάς μας ανάμεσα στα άλλα το δράμα των πληγέντων από τη ρύπανση στον κόλπο του Μεξικού. Ασφαλώς οι Νόμοι αποκτούν βαρύτητα και σημασία μόνον όταν λειτουργούν στα πλαίσια μιας ισχυρής Δημοκρατίας, οπότε, αν είναι να κινηθούμε προς την κατεύθυνση μιας ενιαίας παγκόσμιας κοινωνίας, δεν πρέπει να απαιτήσουμε τους Νόμους και τη Δημοκρατία που της αντιστοιχούν;
Πρόκειται για μια σειρά ενδεικτικών ερωτημάτων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προστεθούν και πολλά άλλα, διαφορετικά και ενδιαφέροντα, που θέτουν όλο και περισσότερο πολίτες διαφορετικών χωρών, υπερβαίνοντας την περιχαράκωση σε κάθε είδους σύνορα και αναζητώντας έναν συντονισμό σε μια καινούρια βάση. Με αυτή την έννοια ο φόβος εκτός από καθηλωτικός και παραλυτικός μπορεί να αναδειχθεί σε στοιχείο δημιουργικής ανατρεπτικότητας : “Αν η κοινωνική μηχανή στην οποία εμπιστευτήκαμε τα συμφέροντα και την ασφάλειά μας δεν λειτουργεί πιά υπέρ του ευ ζήν της πλειοψηφίας της κοινωνίας, μήπως πρέπει να αντικατασταθεί με μία άλλη, πιο κοντινή στις ανάγκες μας;”
Και για να κλείσουμε με τον Γκύντερ Άντερς : “Δεν αρκεί να αλλάξει ο κόσμος. Αυτό γίνεται, έτσι κι΄αλλοιώς. Και σε μεγάλο βαθμό αυτό γίνεται χωρίς τη συμμετοχή μας. Οφείλουμε όμως να κατανοήσουμε τη φύση της αλλαγής. Μόνον έτσι θα επέμβουμε σ’ αυτή, ώστε ο κόσμος να μην αλλάξει χωρίς εμάς. Και τελικά για να μην υπάρξει ένας κόσμος χωρίς εμάς”.
Δημοσίευση : Τεύχος 49, Νοέμβριος 2014
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Ruin Lust, Κατάλογος Έκθεσης στην Tate Britain, 2014
D. W. Winnicott, Φόβος κατάρρευσης, Άγρα, 2010.
George Monbiot, Bring on the Apocalypse : Six Arguments for Global justice, Atlantic Books, 2008
Πωλ Βιριλιό, Το Πανεπιστήμιο της καταστροφής, Νησίδες, 2008.
Jean – Pierre Dupuy, Ελάσσων μεταφυσική των τσουνάμι, Άγρα, 2008.
Κάρλ Πολάνυι, Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Νησίδες, 2007.
George Monbiot, Heat : How to stop the planet burning, 2006, Allen Lane.
Zygmunt Bauman, Liquid Fear, Polity, 2006.
Jane Jacobs, Dark Age ahead, Random House, 2004
Robert Castel, L’ insecurite sociale. Qu’ est-ce quetre protégé?, Senil, 2003.
Mike Davis, Dead Cities, The New Press, 2002.
Mike Davis, Late Victorian Holocausts – El Niño famines and the making of the third world, Verso, 2002.
Jean Pierre Dupuy, Pour un catastrophisme eclaire, Seuil, 2002.
Paul Virilio, A landscape of events, The MIT Press, 2000.
A. Woodcock – M. Davis, Θεωρία των καταστροφών, Δαίδαλος – Ι. Ζαχαρόπουλος, 1988.