Πόλεις σε κρίση

Από τον Τσίλλερ στις οικοδομές του μοντέρνου κινήματος – τα ίχνη της ρευστής ελληνικής αστικής τάξης
1 Δεκεμβρίου 2013

Εικόνα εγκατάλειψης από το Ντητρόϊτ, από το βιβλίο φωτογραφιών “The ruins of Detroit”

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου

Λίγα χρόνια μετά το παγκόσμιο τραπεζικό “κραχ” του 2008 κυκλοφόρησε στην Αγγλία το βιβλίο “Ένας οδηγός για τα μοντέρνα ερείπια της Μεγάλης Βρετανίας”. Σε μία εποχή που όλοι μας λένε από παντού να ξεχάσουμε στην Ευρώπη το μεταπολεμικό κοινωνικό καθεστώς, ο συγγραφέας του βιβλίου Owen Hatherley περιοδεύει από πόλη σε πόλη τη Βρετανία για να προσεγγίσει το χτισμένο περιβάλλον των πόλεων, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο : πρώτα από τον σοσιαλισμό α- λα – βρετανικά, με τις τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες και την κατασκευή των Νέων Πόλεων ως δημόσιων έργων, αλλά και στη συνέχεια από τη Θάτσερ και τους επιγόνους της με την “αναγέννηση των παρακμασμένων πάλαι ποτέ βιομηχανικών περιοχών στη βάση προσφοράς ψυχαγωγίας και υπηρεσιών” με κινητήρα την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το βιβλίο είχε μεγάλη προβολή και διάδοση και το ενδιαφέρον του βρίσκεται μεταξύ άλλων στο ότι προσεγγίζει τις κοινωνικές εξελίξεις των περασμένων δεκαετιών με βάση τα στιβαρά ίχνη που άφησαν αυτές οι κοινωνίες στο τοπίο, δηλαδή τις κατασκευές. Η μέθοδος είναι γνωστή από παλιά. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ είχε γράψει ήδη από τον 19ο αιώνα στο μυθιστόρημά του “Η αναζήτηση του απόλυτου” : “Τα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής, είτε της δημόσιας, είτε της ιδιωτικής, συνδέονται τόσο στενά με την αρχιτεκτονική, ώστε οι περισσότεροι μελετητές μπορούν να αναπαραστήσουν ένα έθνος ή ακόμα και τα άτομα με τις συνήθειές τους στην πραγματική τους διάσταση και μόνο από τα απομεινάρια των τεχνικών τους έργων”. Τον 20ο αιώνα ο φημισμένος Γάλλος στοχαστής Πωλ Βιριλιό προχωράει ακόμα πιο πολύ : “Οι πόλεις στήνονται σε σχέση με τον επερχόμενο πόλεμο ή σε σχέση με αυτόν στον οποίο έχουν ήδη εμπλακεί” αναφερόμενος στο ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι χτισμένα ολόκληρα οικιστικά σύνολα αντικατοπτρίζει όχι μόνο τη διάρθρωση της κοινωνίας που τις κατοικεί, αλλά και τις τάσεις των μελλοντικών εξελίξεων.

Αλλά θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον μία τέτοια προσέγγιση για μας, τους κατοίκους των καθηλωμένων και κατσιασμένων πόλεων της Ελλάδας του Μνημονίου; Ασφαλώς ναι. Σε μία κατάσταση όπου το κλίμα της δημόσιας ζωής, εγχώριας και διεθνούς, είναι έντονα φορτισμένο από κάθε είδους απειλές για το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας και η σύγχυση ως προς το από πού να πιάσουμε τα πράγματα περισσεύει, η χρήση των κατασκευών και του χτισμένου περιβάλλοντος ως εργαλείου για μία επαρκή αποτίμηση της κατάστασης και της δυναμικής της είναι πολύτιμη. Ειδικά μάλιστα για τη χώρα μας, όπου οι κατασκευές έχουν λειτουργήσει για πάρα πολλές δεκαετίες ως η σπονδυλική στήλη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, μια τέτοια προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα ότι κινείται σε κατ’ αρχήν οικείο έδαφος, από πλευράς εμπειριών και παραστάσεων.


Ανάγκη αποτίμησης

Πώς μπορούμε λοιπόν να αξιοποιήσουμε αυτό το εργαλείο;

Η πρώτη μας δουλειά είναι να καθήσουμε να κάνουμε τον λογαριασμό. Πώς εξελίχθηκαν οι πόλεις στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά την μεταπολίτευση; Αν δουλέψουμε συστηματικά και επί της ουσίας σ’ αυτό το θέμα, μακριά από αγοραίους και τελικά αποπροσανατολιστικούς αφορισμούς του τύπου “το μπετόν κατέστρεψε τις πόλεις μας” θα προκύψουν πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα. Για παράδειγμα, μαζί με τα στενά και πολλές φορές αδιάβατα πεζοδρόμια ή τις πολυκατοικίες που κρύβουν τον ήλιο ρίχνοντας τη σκιά τους η μία πάνω στην άλλη, υπάρχουν και άλλες όψεις των πραγμάτων : για παράδειγμα, στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας το ανανεωμένο από τις δεκαετίες του 1980 και μετά κέντρο των πόλεων με τα έργα αναμόρφωσής του και τις πεζοδρομήσεις προσφέρεται για μια “μαλακή”, δημιουργική και λειτουργική, κοινωνική συναναστροφή της κοινότητας. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό των ελληνικών πόλεων που ο διάσημος αρχιτέκτονας Ρίτσαρντ Ρότζερς το επαίνεσε στο βιβλίο του “Πόλεις για έναν μικρό πλανήτη”. Υπάρχουν και άλλες κρίσιμες διαστάσεις που πρέπει να προσεχτούν και να αξιολογηθούν : από οικονομική και κοινωνική άποψη ο ιδιότυπος ελληνικός “λαϊκός καπιταλισμός” (σχεδόν μοναδική εξαίρεση στην Ευρώπη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στον χώρο των κατασκευών) με την πολυσυζητημένη αντιπαροχή κατάφερε να μοιράσει τα κέρδη από το “οικοδομείν” σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού. Δηλαδή η κατάσταση δεν είναι μόνο μαύρη. Έχει και χρώματα. Πρέπει να βάλουμε όλα τα στοιχεία κάτω για να μπορέσουμε να κάνουμε σωστά τον λογαριασμό.

Μια τέτοια αποτίμηση δεν θα ήταν πλήρης χωρίς τη σύγκριση των πόλεων μας με αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Μα, μπορούν να αντιπαρατεθούν για παράδειγμα, στις ιταλικές; Όχι βέβαια, ειδικά αν μιλάμε για τον βορρά της Ιταλίας. Δεν έχουν ούτε τη φινέτσα τους, ούτε την ιδιοπροσωπεία τους : κάθε ελληνική πόλη είναι όμοια με την άλλη, πρώτο επειδή έχει γκρεμιστεί κάθε ίχνος του παρελθόντος που μπορεί να ήταν διαφορετικό, αλλά κυρίως επειδή πρακτικά δεν διαφοροποιείται σε τίποτα η παραγωγή τους, δεν είναι πόλεις που έχουν εξειδικευτεί σε κάτι. Αλλά από την άλλη, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι σε πολλές ιταλικές πόλεις το φίνο ιστορικό κέντρο περιβάλλεται από έναν γκρίζο δακτύλιο κατασκευών του 1970 και έξω από αυτόν μία ευρείας έκτασης δόμηση που στην Ελλάδα θα χαρακτηρίζαμε “άναρχη”. Αν πάλι αντί της Ιταλίας μετακινηθούμε σε πόλεις της Αγγλίας ή, ακόμα παραστατικότερα στο Λονδίνο, όχι πολύ μακριά από το απαστράπτον και ζωηρό πολιτιστικά και επιχειρηματικά κέντρο του, θα βρούμε πολλές σκοτεινές και ακραία καταθλιπτικές περιοχές που μπροστά τους ο ωκεανός των κακορίζικων ελληνικών αυθαιρέτων μπορεί (με τη βοήθεια βεβαίως του ήλιου και του μεσογειακού κλίματος) να φαντάζει παραδεισένιος.

Μία σοβαρή και συνολική σύγκριση των ευρωπαϊκών πόλεων μεταξύ τους είναι ένα έργο που δεν έχει καν ξεκινήσει, οπότε ας είμαστε προσεκτικοί και να μην είμαστε τόσο βιαστικοί στο να κατατάξουμε τις δικές μας στην τελευταία θέση της βαθμολογίας.


Μετά την αποτίμηση, τι;

Όλες οι προηγούμενες αναφορές είναι ασφαλώς ενδεικτικές. Η συστηματική αποτίμηση έχει πολύ δρόμο μπροστά της και όλοι πρέπει να συμβάλλουμε στην πραγματοποίησή της. Το χρωστάμε στους γονείς μας και τους παππούδες μας που έχτισαν αυτές τις πόλεις αλλά και σε μας τους ίδιους, να ξεφύγουμε από τη συλλήβδην απόρριψη όλων όσων έχουν προηγηθεί στην Ελλάδα της τελευταίας πεντηκονταετίας και την αυτολύπηση. Μαζί με τη λίγδα και την κακοριζικιά που χαρακτηρίζουν κάθε ανθρώπινη κοινωνία, υπάρχουν και κατορθώματα, μικρά και μεγάλα. Αρκεί να θυμηθούμε από πού ξεκίνησε η Ελλάδα μετά την ερήμωση της Κατοχής και την καταστροφή του Εμφυλίου.

Αλλά αυτά αφορούν το φρόνημα. Πολύτιμο, προκειμένου να βρούμε το κουράγιο να επέμβουμε στα πράγματα, αλλά όχι αρκετό. Μια άλλη θετική λειτουργία της αποτίμησης θα ήταν να βρούμε μέσα στα αποκαΐδια του παρελθόντος κάποιες κοινωνικές ιδιότητες που μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες για τους μελλοντικούς μας σχεδιασμούς : την επιχειρηματικότητα, την εργατικότητα (ναι, την εργατικότητα, ξεχνάμε τις δύο και τρείς δουλειές που κάναμε εμείς και οι γονείς μας, όταν ακόμα υπήρχε προσφορά εργασίας;), την επινοητικότητα, το άπλωμα της μοιρασιάς των όποιων κερδών σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού, το υψηλότατο ποσοστό των απόφοιτων της ανώτατης εκπαίδευσης. Μπορεί να βασιστούμε σ’ αυτά – μεταξύ πολλών άλλων – για την επόμενη φάση. Δεν ερχόμαστε από το πουθενά και δεν ξεκινάμε από το απόλυτο μηδέν.

Όχι ότι ενδιαφέρει να γυρίσουμε στο παρελθόν που μόλις πριν χαρακτηρίσαμε ως “αποκαΐδια”. Ότι χρήσιμο ανακαλύψουμε στα παλιά, πρέπει να λειτουργήσει σε ένα εντελώς καινούριου τύπου παραγωγικό πλαίσιο για να είναι αποδοτικό. Στο βιβλίο “Σου έχει καθόλου περιουσία;” περιγράφεται ως ιστορική φαντασία η περιπέτεια της ελληνικής κοινωνίας που για να φτάσει ξανά στην ανάπτυξη βάζει την ελληνική πολεμική αεροπορία να βομβαρδίσει πρώτα την Αθήνα και μετά όλες τις πόλεις για να τις ξαναχτίσει. Μάλιστα, διώχνει τους ξένους επενδυτές που πράγματι θέλουν να χτίσουν “ωραίες” πόλεις αλλά μόνο για τους εαυτούς τους, οπότε οι έλληνες ανενόχλητοι χτίζουν τις πόλεις τους με τον γνωστό, παλιό τρόπο, ελπίζοντας να ξαναζήσουν το μεταπολεμικό Ελντοράντο. Το αποτέλεσμα στο βιβλίο είναι φρικιαστικό. Είναι σαφές ότι το μοντέλο του μεταπολέμου χτύπησε ταβάνι και, πάντως, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.


Η λάμψη της φρίκης

Επιχειρώντας να αξιοποιήσουμε κατά το δυνατόν περισσότερο την περιδιάβαση ανάμεσα στα ερείπια της σύγχρονης Ελλάδας, είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε μία ιδιαίτερη διάσταση που απαιτεί ειδικό χειρισμό. Αναφερόμαστε στη διαχείριση της καταστροφής ως “χάππενιγκ”. Το απευχόμαστε, αλλά ενδέχεται να μην αποφύγουμε προσεγγίσεις του τύπου “να αναδείξουμε την παραξενιά του να ζείς χωρίς ρεύμα ή την ευρηματικότητα των αστέγων για το πώς θα κυλήσουν τη ζωή τους”. Υπάρχει ένα ισχυρό προηγούμενο αυτής της στάσης, όταν επί σχεδόν μία δεκαετία οι παραγκουπόλεις είχαν γίνει “μόδα” με καλλιτεχνικές προσεγγίσεις όπως : “κοίτα τι ωραία που έχουν βάψει τους τσίγκους των παραγκών τους!” ενώ κατά τα άλλα οι άνθρωποι ζούσαν δίπλα στους ανοιχτούς αγωγούς λυμάτων. Απέναντι σ’ αυτό το κλίμα, ο φημισμένος αμερικάνος στοχαστής και πολεοδόμος Μάϊκ Ντέϊβις έδωσε την βαριά προβληματική πραγματικότητα αυτών των οικισμών που κατακλύζουν την υδρόγειο στο κλασσικό πια βιβλίο του “Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων”, βασισμένο σε στοιχεία του ΟΗΕ.

Δεν πρέπει να υποτιμούμε βέβαια τη λάμψη που μπορεί να προκύψει ακόμα και από τη φρίκη. Στο βιβλίο του “Νεκρές πόλεις” ο Μάϊκ Ντέϊβις εστιάζεται στο οικοσύστημα του βομβαρδισμένου από τους χιτλερικούς Λονδίνου επικαλούμενος βοτανικές έρευνες της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες προέκυψαν νέου τύπου “αστικά” φυτά προσαρμοσμένα στη φωτιά, στα συντρίμια και τον απαλλαγμένο από κτίρια χώρο. Επικαλείται επίσης νεότερες έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες παρατηρείται ένα εντυπωσιακό γενετικό άλμα καθώς τα πρωτοποριακά φυτά του βομβαρδισμένου Λονδίνου συγγενεύουν με αυτά της τελευταίας φάσης της εποχής των παγετώνων! Αυτά τα στοιχεία αν διαβαστούν αποκομμένα από τον παράγοντα άνθρωπο μπορεί να μοιάζουν με εξωτικές περιγραφές των ποταμών μεθανίου στον δορυφόρο του Κρόνου, αλλά για να περιορίσουμε τη γοητεία μιας τέτοιας προσέγγισης αρκεί να σκεφτούμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Ντέϊβις, το “Μπλίτς ” - Blitz – όπως ονομάζουν οι Άγγλοι τον χιτλερικό βομβαρδισμό γύρισε, από κάποιες απόψεις, το οικολογικό ρολόγι πίσω κατά 10.000 χρόνια ή ακόμα αποδοτικότερα να σκεφτούμε το οικοσύστημα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι μετά την ατομική βόμβα.

Τελικά, η λάμψη της φρίκης μπορεί να λειτουργήσει ως αντιπερισπασμός σε ανθρώπους με λεπτή, ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία, ως ένας τρόπος να κοιτάξεις “τα μάτια της Μέδουσας” χωρίς να παγώσεις, αλλά είναι η συγκεκριμένη υλική πραγματικότητα της καταστροφής που ρίχνει βαριά τη σκιά της στις εξελίξεις.

Υπάρχουν τρόποι να αξιοποιήσεις ακόμα και την κακοριζικιά (το έκανε ο Τσαρούχης αμέσως μετά την μεταπολίτευση με την αλησμόνητη σε όσους την παρακουλούθησαν παράσταση των “Τρωάδων” συνδέοντάς την με την τραγωδία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας ως σκηνικό τις πίσω όψεις και τον ακάλυπτο αθηναϊκών πολυκατοικιών), αλλά εδώ μιλάμε για το πώς πέρα από την ατομική παρηγοριά θα βοηθηθούμε ως κοινωνία να αλλάξουμε σελίδα.


Οι πόλεις του μέλλοντός μας

Ξαναπιάνοντας το νήμα, το ζήτημα είναι ότι οφείλουμε να μελετήσουμε σε βάθος τα πράγματα, ώστε να δούμε προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούμε. Αν δεν το κάνουμε εμείς, με γνώμονα τα συμφέροντά μας, κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για μας. Όσο επιθυμητές και αναγκαίες είναι οι σοβαρές ξένες επενδύσεις και όσο βέβαιο και αν είναι ότι ότι κι’ αν κάνουμε πρέπει να είναι σε συντονισμό με το διεθνές σύστημα, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι δεν πρέπει απλά να αφεθούμε στην καλή θέληση των άλλων αλλά αυτό που γίνεται πρέπει να εντάσσεται στους δικούς μας στρατηγικούς σχεδιασμούς. Η περίπτωση του Ντητρόϊτ είναι χαρακτηριστική, όπως αναδεικνύεται στο πολύ κατατοπιστικό βιβλίο “Οι τελευταίες μέρες του Ντητρόϊτ” του Μαρκ Σπινέλλι που μόλις κυκλοφόρησε στην Αγγλία. Το Ντητρόϊτ που γιγαντώθηκε στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα χάρη στην εγκατάσταση εκεί της αυτοκινητοβιομηχανίας του πρωτοπόρου βιομήχανου Χένρι Φορντ και στη δεκαετία του 1950 εθεωρείτο ως “η πιο μοντέρνα πόλη στον κόσμο, η πόλη του αύριο”, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1960 άρχισε ξαφνικά να κατρακυλάει σ’ αυτό που είναι σήμερα : μία αστική ζούγκλα, με την ανεργία στο 50%, με περισσότερα όπλα στην πόλη από ανθρώπους και το υψηλότερο ποσοστό ανθρωποκτονιών στις ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται, όπως αναδεικνύει στο βιβλίο του ο Σπινέλλι, στην απόφαση της μεγάλης βιομηχανίας απλά να αποεπενδύσει, να μετακινηθεί αλλού και αλλοιώς.

Ούτε ισχύει η άποψη που κυκλοφορεί από δώ κι’ από κεί ότι “πρέπει να φτάσουμε πρώτα στον πάτο για να ξαναρχίσουμε την ανάπτυξη”. Αυτό μοιάζει περισσότερο με εξορκισμό, παρά με μία λογική προσέγγιση. Η γειτονική Ρουμανία ή το Κόσοβο άλλα μας λένε, το ίδιο και πολυάριθμες λατινοαμερικάνικες ή αφρικανικές χώρες. Ο διεθνούς φήμης διανοητής Ζύγκμουντ Μπάουμαν στο βιβλίο του “Σπαταλημένες ζωές, οι απόβλητοι της νεοτερικότητας” καταδεικνύει ότι ο “πάτος” είναι απλά “πάτος” και όχι εφαλτήριο για κάτι ανώτερο.

Είναι υποχρεωτικό λοιπόν να αρχίσουμε να εκπονούμε τα δικά μας σχέδια. Θα γκρεμίσουμε τις πόλεις μας για να τις χτίσουμε από την αρχή, με έναν τρόπο ελκυστικό τόσο για μας, όσο ενδεχομένως και ως προϊόντα προς πώληση στο εξωτερικό; Θα δώσουμε μία συνολική έμφαση και προτεραιότητα στην αρχαιολογία ή τον τουρισμό, ανά περιοχές; Πώς θα συνδεθεί κάθε πόλη μας με μια εξειδικευμένη παραγωγή; Τί προϊόντα θα παράγουμε ανά περιοχή ώστε και τα νώτα μας να εξασφαλίσουμε σε περίπτωση ανθρωπιστικής κρίσης και στην παγκόσμια αγορά να απευθυνθούμε αποδοτικά; Με ποιο σύστημα παραγωγής θα προσπαθηθεί αυτά; Θα βρούμε ένα τρόπο που να αξιοποιεί τις συγκεκριμένες κοινωνικές ιδιότητες που βρήκαμε προηγουμένως στα αποκαΐδια, αλλά και να στέκεται μακριά από τη λίγδα πρακτικών του παρελθόντος;

Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν με παραληρήματα εγκλωβισμένων στα χαλάσματα ή έστω με “όνειρα θερινής νυχτός”. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο που προτείνουμε προσομοιάζει σε ηράκλειο άθλο. Αλλά υπάρχει περίπτωση να ελπίζουμε σε κάτι αν δεν πάρουμε την πρωτοβουλία, αν δεν δουλέψουμε για έναν σκοπό; Αυτά δεν θα έπρεπε να είναι τα κύρια θέματα μιας ρωμαλέας δημόσιας συζήτησης αντί γι’ αυτή την κακορίζικη, αενάως επαναλαμβανόμενη ελεεινολογία;

Δημοσίευση : Τεύχος 34, Αύγουστος 2013


ΠΟΛΕΙΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ – Βιβλία

  • The love – charm of Bombs, Restless lives in the Second World War, της Lara Feigel, εκδόσεις Bloomsbury, 2013.

  • The last days of Detroit, του Mark Spinelli, εκδόσεις The Bodley Head, London, 2013.

  • A guide to the new ruins of Great Britain, του Owen Hatherley, εκδόσεις Verso, 2010.

  • Η Γή τρέμει! Άνθρωποι και κατασκευές σε έναν κόσμο που αλλάζει, του Γιώργου Χατζηστεργίου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2009.

  • The ruins of Detroit, των Yves Marchand και Romain Meffre, εκδόσεις Ste

  • Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία; του Γιώργου Χατζηστεργίου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2008.

  • Planet of Slums, του Mike Davies, εκδόσεις Verso, 2006.

  • Σπαταλημένες ζωές, οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, του Ζύγκμουντ Μπάουμαν, εκδόσεις Κατάρτι, 2005.

  • Dead Cities, του Mike Davis, εκδόσεις The New Press, 2002.

  • Out of Ground Zero, Case Studies in Urban Reinvention, (Lisbon, Chicago, Hirosima, Rotterdam, Plymouth, Berlin, Balkan Cities, Jerusalem, New York), Επιμέλεια της Joan Ockman, Εκδόσεις Prestel, 2002.

  • Cities for a small planet, του Richard Rogers, εκδόσεις Faber and Faber, 1998)

  • A landscape of events, του Paul Virilio, εκδόσεις The MIT Press, 2000.

  • Η στρατηγική της εξαπάτησης, του Paul Virilio, εκδόσεις Σύναλμα, 1999.