Για μια πολεμική οικονομία σε καιρό ειρήνης

Εξολοθρευτής Άγγελος
16 Ιανουαρίου 2015

Στάνλεϋ Άντερσον, «Ψεύτικοι Θεοί», 1949

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου

Η αγωνία για την έκβαση της διαπραγμάτευσης έχει σκεπάσει με μαύρο σεντόνι την ελληνική κοινωνία τους τελευταίους μήνες, πολλαπλασιάζοντας την απόγνωση που κυριαρχεί έπειτα από τόσα χρόνια εφαρμογής των Μνημονίων. Υπό το φως των πρόσφατων εμπειριών μας στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, ποια είναι επί της ουσίας η σημασία των εξελίξεων;

Πρώτα απ’ όλα διαπιστώνουμε ότι, δυστυχώς, έχουμε ανάγκη τις δόσεις των δανειστών με τον τρόπο του ναρκομανούς, καθώς λειτουργούμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο στο οποίο η σχέση πιστωτή - οφειλέτη έχει αναχθεί σε θεμελιώδη κοινωνική σχέση. Το χρέος χρησιμοποιείται ως εργαλείο μιας τεχνικής διακυβέρνησης και ελέγχου των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων, όπως αναδεικνύει και ο Μαουρίτσιο Λατσαράτο στο βιβλίο του Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2014).

Εκτός από αυτό, όμως, οφείλουμε να δούμε κατάματα και μια άλλη κρίσιμη διάσταση: το παραγωγικό υπόβαθρο της χώρας είναι σαθρό, κι όσο αυτό δεν αλλάζει θα συνεχίσουμε να είμαστε απολύτως εξαρτημένοι από εξωγενείς παράγοντες, και να συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο του «συλλογικού ναρκομανούς».

Η ακύρωση των ψευδαισθήσεων «περί καλής Ευρώπης που θα πειστεί από τα επιχειρήματά μας» έχει κι αυτή τη βαρύτητά της για την πολιτική μας ωρίμανση. Προκύπτει πλέον καθαρά ότι το Ευρωπαϊκό Διευθυντήριο πρωτοστατεί σε μια άγρια, πολιτική, παραγωγική και κοινωνική μεταμόρφωση του πλανήτη, ανάλογη σε ένταση και συνέπειες με τη διαδικασία του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα όταν, μέσα από φρικτές καταστροφές, εγκαθιδρύθηκε ένα πρωτόφαντο καθεστώς παγκόσμιας ανισότητας, το οποίο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη γέννηση του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου (η διαδικασία περιγράφεται από τον Mike Davis στο Late Victorian Holocausts. El Nino famines and the making of the Third World).


Έπρεπε να δοθεί αυτή η μάχη;

Τα παραπάνω δεν υποτιμούν ούτε ακυρώνουν τις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς. Σε κάθε περίπτωση, η μάχη έπρεπε να δοθεί· ήταν απαίτηση της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δόθηκε με επινοητικότητα, διερευνώντας όλες τις διαθέσιμες πιθανότητες, και με προσαρμοστικότητα στις εκάστοτε συνθήκες του πεδίου. Έγινε προσπάθεια, λ.χ., να αξιοποιηθεί η μεγάλη προβολή που έδιναν, λόγω των περιστάσεων, τα διεθνή ΜΜΕ στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών, προκειμένου να κοινωνηθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς οι απόψεις μας. Αυτό βέβαια κατέληξε σε άλλη μια «απομάγευση», καθώς αποδείχθηκε ότι αυτή η διαδικασία είχε πολύ συγκεκριμένα όρια.

Βεβαίως, για να μπορέσει μια καταστροφή να γίνει «γεγονός αναστάσιμο», πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Εδώ προκύπτουν κρίσιμες ελλείψεις στην πολιτική της κυβέρνησης. Πολύ συνοπτικά, αυτές αφορούν τον παραμερισμό της δημοκρατικής πολιτικής που συνδέεται με τη συμμετοχικότητα και αντ’ αυτής την έμφαση στην «ανάθεση». Επίσης, αφορούν την έλλειψη ενός συνολικού Σχεδίου για τη χώρα. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερβαίνει το άθροισμα απαραίτητων αλλά παρά ταύτα βραχυπρόθεσμων μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μόνον αν οι διαπραγματεύσεις είχαν απόλυτη επιτυχία.


Τι συνεπάγονται όλα αυτά;

Μετά τις διαπραγματεύσεις δεν επιτρέπονται άλλες ψευδαισθήσεις. «Ο νεοφιλελευθερισμός του Διευθυντηρίου δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη, αλλά για την ιδιοτελή υπερσυγκέντρωση πόρων και την ολοκληρωτική εξουσία», επισήμανε σε πρόσφατη διάλεξή του στην Αθήνα ο Μποαβεντούρα ντε Σόουζα Σάντος. Το ζητούμενο, λοιπόν, στις παρούσες συνθήκες είναι η «επιδίωξη του πρωτοφανούς»: μια πολεμική οικονομία σε καιρό ειρήνης. Ο όρος ανήκει στον βραζιλιάνο διανοητή Roberto M. Unger, καθηγητή της Νομικής του Harvard (Τι πρέπει να προτείνει η Αριστερά, εκδ. Ευρασία, 2009), και αφορά την πλήρη κινητοποίηση των εθνικών πόρων.

Μπορεί, όμως, να υπάρξει ανάπτυξη μιας οικονομίας εγκλωβισμένης στα Μνημόνια; Η προφανής απάντηση είναι «όχι», αλλά αυτό σταματάει τη συζήτηση και μας παραλύει. Ας θέσουμε το θέμα αλλιώς: Έστω πως ανατρέπαμε τα Μνημόνια. Πώς θα προχωρούσε η ελληνική κοινωνία από την επόμενη μέρα; Ποια θα ήταν η παραγωγή μας; Ποιος ο ρόλος των πανεπιστημίων σε σχέση με την παραγωγή; Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ;

Μέχρι τώρα κυβερνήσεις και κοινωνία δεν έχουν ασχοληθεί προκειμένου να δοθεί επεξεργασμένη και συνολική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να δώσουμε την απάντηση το ταχύτερο δυνατό. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση. Παρά την ασφυξία που επιβάλλει το διεθνές Διευθυντήριο στο πεδίο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να αξιοποιήσουμε κάθε είδους πόρο της χώρας και των ανθρώπων της, δημιουργώντας και πολλαπλασιάζοντας έστω κάποιους θύλακες –αν δεν μπορούμε να το κάνουμε συνολικά– ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης, οι οποίοι θα ενεργοποιούν τις υφιστάμενες δεξιότητες, θα βοηθούν να προκύψουν καινούργιες, όπως και νέα σχήματα για την παραγωγή και τη δημιουργία. Όπως σημειώνει ο Unger, τέτοιοι θύλακες θα λειτουργούν «ως μια διαδοχή επαναλαμβανομένων ρήξεων ως προς τους περιορισμούς της οικονομικής ανάπτυξης. Κάθε τέτοια ρήξη παράγει μια ανισορροπία, η οποία προξενεί με τη σειρά της καινούργιες ρήξεις σε μία άλλη πτυχή της οικονομικής προσφοράς ή ζήτησης. Προτιμητέες είναι εκείνες οι ρήξεις και ανισορροπίες που περιέχουν μια δυναμική στην κατεύθυνση της οικονομικής ενσωμάτωσης του μέγιστου τμήματος της κοινωνίας, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων και την εξάπλωσή τους. Αυτού του είδους οι ρήξεις θα συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση των ανθρώπων».

Μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί παρά να χαραχθεί με εμπνευσμένες, πολυδιάστατες και συλλογικές διαδικασίες – επομένως, οι λεπτομέρειες δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Περιορίζομαι σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, από το πεδίο της επαγγελματικής μου εξειδίκευσης. Ο ΕΝΦΙΑ, πέρα από την ξεθεμελιωτική επίπτωσή του στην κοινωνία και το ρήμαγμα των αποθεμάτων (που αποτελούν τη μοναδική σχεδόν ελπίδα για χρηματοδότηση μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης), καταστρέφει την οικοδομή, μια από τις ελάχιστες εθνικές βιομηχανίες και μάλιστα «πλατιάς λαϊκής βάσης», πρωτοφανούς για τα σημερινά υπερσυγκεντρωτικά ευρωπαϊκά δεδομένα. Κατ’ αναλογία, ας φανταστούμε πόσο καταστροφικές θα ήταν οι συνέπειες για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, εάν επιβαλλόταν ένα δυσθεώρητο χαράτσι στους κατόχους αυτοκινήτων. Επομένως, δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να διατηρηθεί ο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος ευθέως και αμέσως εξοντώνει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας και τη συνακόλουθη, μετά από πολλές δεκαετίες αποκτηθείσα, τεχνογνωσία.


Πώς προχωράμε;

Δεν έχουν γίνει, λοιπόν, παρά ελάχιστα προς την κατεύθυνση μιας ριζικής μεταβολής των δεδομένων. Οι ελλείψεις που προαναφέραμε, σε σχέση με το Σχέδιο και τη διάσταση της συμμετοχικής Δημοκρατίας, βρίσκονται στον πυρήνα του προβλήματος γι’ αυτό πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν. Χωρίς αυτά, όλα είναι στον αέρα. Ακόμα και άριστες επιλογές προσώπων για διάφορες διευθυντικές ή υπουργικές θέσεις θα είναι εκ των πραγμάτων χωρίς έρμα και ουσιαστική προοπτική. Προκειμένου να ανταποκριθεί στις πρωτοφανείς συνθήκες, η κυβέρνηση πρέπει να θέσει πρωτοφανείς στόχους – το «να τρέξει το σύστημα όπως παλιά» είναι εκτός θέματος. Πώς θα πειστεί η ελληνική κοινωνία να συμμετάσχει δημιουργικά και με ενθουσιασμό σε έναν πρωτοφανή αγώνα, αν δεν εμπεδωθεί ένα αίσθημα δικαιοσύνης αρχίζοντας «από ψηλά»; (Ο Σεφέρης γράφει στις Μέρες του ότι, κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών του 1965, από ψηλά δόθηκε το παράδειγμα για το συνολικό εκμαυλισμό της ελληνικής κοινωνίας). Οι υποθέσεις του Χρηματιστηρίου (εταιρείες που πλούτισαν ξαφνικά με ασύλληπτο τρόπο και πτώχευσαν το αμέσως επόμενο διάστημα), των Ολυμπιακών Αγώνων και το έλλειμμά τους, η διαχείριση των πόρων του ΕΣΠΑ, τα χρέη των ΜΜΕ βρίσκονται στον πυρήνα του σαθρού καθεστώτος. Η επείγουσα αντιμετώπισή τους – αυτών και άλλων τόσων, η αναφορά ήταν ενδεικτική– θα έθετε ένα σταθερό θεμέλιο εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης, κράτους και λαού, με ευεργετικές συνέπειες για τη μελλοντική πορεία.

Δεν έχουμε τον χρόνο με το μέρος μας. Η ασφυξία γίνεται ενδημική. Μαζί με την άμεση επαναθεώρηση των προτεραιοτήτων, είναι απαραίτητη η πρωτοφανής δουλειά, προκειμένου να προκύψουν συγκεκριμένα μέτρα.


Δημοσίευση : 07.06.2015